Φιλλανδός

Φιλλανδός
ο, θηλ. Φιλλανδή, Ν
βλ. Φινλανδός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φινλανδός — και Φιλλανδός, ο, θηλ. Φινλανδή και Φιλλανδή, Ν [Φινλανδία] ο κάτοικος τής Φινλανδίας και, γενικά, αυτός που κατάγεται από την Φινλανδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”